εὐσταθῶ

εὐσταθῶ
εὐσταθέω
to be steady
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εὐσταθέω
to be steady
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευσταθώ — (ΑΜ εὐσταθῶ, έω) [ευσταθής] είμαι ευσταθής, είμαι σταθερός, έχω σταθερή βάση νεοελλ. είμαι βάσιμος, στηρίζομαι στην πραγματικότητα, σε τεκμήρια, σε πειστικούς συλλογισμούς (α. «η άποψη δεν ευσταθεί» β. «τα επιχειρήματα δεν ευσταθούν») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Плачущий Гераклит и смеющийся Демокрит — Фреска Браманте, 1477 Плачущий Гераклит и смеющийся Демокрит  …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”